- αμπέλι
- Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται, από τις περιοχές του Πόντου και της Αρμενίας γύρω από τον Καύκασο. Η καλλιέργειά του είναι από τις πιο διαδεδομένες και στα πιο ποικίλα κλίματα, τα ευνοϊκότερα όμως εδάφη για την ανάπτυξή του είναι τα γύρω από τη Μεσόγειο (Ελλάδα, Ιταλία,νότια Γαλλία, Ισπανία κλπ.). Είναι θαμνώδες αναρριχώμενο φυτό, με ξυλώδεις διακλαδώσεις (κληματίδες), που αρχίζουν πολύ χαμηλά στον βλαστό. Έχει παλαμοειδή φύλλα με 3-5 λοβούς, ακέραιους ή οδοντωτούς, και έλικες στην κορυφή των νεαρών βλαστών, με τις οποίες πιάνεται και ανεβαίνει σε στηρίγματα (δέντρα, πασσάλους κλπ.). Τα άνθη του είναι μικρά, φύονται στα ίδια γόνατα με τα φύλλα, αλλά αντίθετα από αυτά έχουν πρασινωπό χρώμα, σχηματίζουν λοβοειδείς ταξιανθίες ή βότρεις, ευωδιάζουν και έχουν πέντε πέταλα ενωμένα στην κορυφή τους σε σχήμα κωδωνοειδές. Έχουν 10 στήμονες, από τους οποίους μόνο οι πέντε είναι κανονικά ανεπτυγμένοι, και ύπερο συνήθως σε σχήμα φιάλης.
Το σταφύλι, καρπός του α., γνωστό από τα πανάρχαια χρόνια, αποτελείται από πολλές ρώγες συγκεντρωμένες σε τσαμπιά. Οι ρώγες έχουν διάφορα χρώματα (άσπρες, κίτρινες, πρασινωπές, κόκκινες, μαύρες) και συνήθως καλύπτονται με αδιαφανή, γαλαζωπή πάχνη, από κηρώδη ουσία. Αποτελούνται από ένα εξωτερικό περίβλημα, που περικλείει σαρκώδη ουσία, άλλοτε πυκνή και άλλοτε υδατώδη, με κουκούτσια, δηλαδή 2-4 μικρά σκληρά σπέρματα (γίγαρτα), τα οποία όμως σε μερικές περιπτώσεις μπορεί και να μην υπάρχουν (ρώγες αγίγαρτες).
Υπάρχουν πολυάριθμα είδη και ποικιλίες α. που παράγουν σταφύλια, με ποικίλα χαρακτηριστικά και για διάφορες χρήσεις: φαγητό, οινοποίηση, αποξήρανση, μαρμελάδες, κονσέρβες, γλυκά.
Μια κατάταξη των σταφυλιών (αμπελογραφία) μπορεί να γίνει με βάση το χρώμα: άσπρα σταφύλια (ροζακί, σουλτανίνα, σαββατιανό κλπ.), μαύρα σταφύλια (κορινθιακή σταφίδα, μαυροδάφνη κλπ.), κόκκινα σταφύλια (ροδίτης, φράουλα κλπ.). Διακρίνονται επίσης, ανάλογα με την εποχή που ωριμάζουν, σε πρώιμα, ενδιάμεσης ωρίμανσης και όψιμα· η βασική τους όμως διάκριση είναι σε επιτραπέζια και οινοπαραγωγά. Τα πρώτα καταναλώνονται τόσο νωπά όσο και αποξηραμένα (κορινθιακή σταφίδα, λιπαρίς ή σταφίδα των νησιών Λίπαρι, Μαλάγα) και συνήθως παίρνουν ονομασίες σχετικές με τον τόπο προέλευσης, το σχήμα ή άλλα χαρακτηριστικά τους (καρυστινό, πολίτικο, κέρινο, καρυδάτο, φράουλα, ροδίτης, αχλάδι κλπ.). Κατά κανόνα, όλα αυτά είναι σταφύλια με ανθεκτική φλούδα ακόμα και όταν είναι λεπτή, σάρκα τραγανή και αρωματική. Αντίθετα, οινοπαραγωγά χαρακτηρίζονται τα σταφύλια που χρησιμοποιούνται για οινοποίηση, αν και πολλές από αυτές τις ποικιλίες προσφέρονται και για επιτραπέζια κατανάλωση. Στην καλλιέργεια του α. (αμπελουργία) πρέπει να υπολογίζονται το κλίμα, το έδαφος, η εμπορική ζήτηση, τα διάφορα αισθητικά πλεονεκτήματα, η αντοχή των κλημάτων, καθώς και η γευστικότητατων ποικιλιών.
Ποικίλα είναι και τα συστήματα που χρησιμοποιούνται για τη στήριξη των κλημάτων: στα πετρώδη εδάφη αφήνονται να έρπουν μόνα τους· στις νότιες περιοχές της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας προτιμούν να τα στηρίζουν σε σκελετούς από παράλληλα καλάμια ή σύρματα δεμένα σε όρθιους ξύλινους ή σιδερένιους πασσάλους· στην Κρήτη τα στηρίζουν, ιδιαίτερα την εξαιρετική επιτραπέζια ποικιλία ροζακί Αρχανών, σε κρεβατίνες ύψους 2 μ., που αποτελούνται από οριζόντιο συρμάτινο πλέγμα, το οποίο στηρίζεται σε ξύλινους, σιδερένιους ή τσιμεντένιους στύλους·φυτεύονται επίσης κλήματα που στηρίζονται σε κληματαριές ή περγουλιές ή πέργκολες ή και κοντά σε δέντρα, στα οποία αναρριχώνται.
Ζημιές προκαλούν στα α. συχνότερα οι ατμοσφαιρικές αντιξοότητες (ειδικά τα ανοιξιάτικα χιόνια και οι πάγοι), αρρώστιες που οφείλονται σε φυσιολογικές αλλοιώσεις (χλώρωση, ανθόρροια, ράντισμα), η προσβολή τους από φυτικά παράσιτα (περονόσπορος, ωίδιο κλπ.), αλλά και ζωικά, όπως η φυλλοξήρα. Σε όλες τις περιπτώσεις δίνει καλά αποτελέσματα η σωστή ισορροπία των καλλιεργειών. Βέβαια, πρέπει να αποφεύγονται τα συστήματα υπερβολικά εντατικής καλλιέργειας που ευνοούν, όπως είναι φυσικό, τη διάδοση των παρασιτικών μολύνσεων. Επιπλέον, είναι κατάλληλη η εκλογή και εισαγωγή ποικιλιών ανθεκτικών στο ένα ή στο άλλο παράσιτο, όπως π.χ. τα ανθεκτικά στη φυλλοξήρα αμερικανικά κλήματα, στα οποία εμβολιάζονται οι ευπαθείς στο καταστρεπτικό αυτό έντομο ευρωπαϊκές ποικιλίες. Στην Ελλάδα, το έργο αυτό έχει αρχίσει από τότε που η φυλλοξήρα εισέβαλε στη χώρα μας (1885) και συνεχίζεται σε όλες τις αμπελουργικές περιοχές της χώρας.
Καλλιέργεια αμπελιού στις Αρχάνες της Κρήτης, όπου παράγεται η εξαιρετική ποικιλία ροζακί (φωτ. Α. Καββαδία).
Κληματαριά σε θερμοκήπιο του Βελγίου (φωτ. Weiser).
Έκταση με αμπέλια στη γειτονική Ιταλία, χώρα που παράγει εξαιρετικές ποικιλίες.
Κληματαριά στις Αρχάνες της Κρήτης, η οποία απλώνεται πάνω σε κρεβατίνες.
Ταξιανθία αμπελιού στην οποία διακρίνονται και μερικές μικρές ρώγες.
Ποικιλία επιτραπέζιων μαύρων σταφυλιών.
Η καλλιέργεια του αμπελιού είναι από τις πιο διαδεδομένες ακόμη και στα πιο ποικίλα κλίματα.
Στην Ελλάδα καλλιεργούνται περισσότερες από 200 ποικιλίες σταφυλιού.
Η ευνοϊκότερη περιοχή για την ανάπτυξη κλημάτων είναι η Μεσόγειος.
Επιλογή και καθάρισμα σταφυλιών για συσκευασία εξαγωγής τους στο εξωτερικό, σε ένα αγρόκτημα της βορειοανατολικής Βουλγαρίας.
* * *το1. τόπος φυτεμένος με κλήματα, συστάδα κλημάτων, αμπελώνας2. το φυτό τής αμπέλου, το κλήμα3. οινοφόρος αμπελώνας4. φρ. «πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι», για κάποιον που πέθανε, χάθηκε άδικα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀμπέλιν < αρχ. ἀμπέλιον υποκορ. τού ἄμπελος.ΠΑΡ. αμπελάκι, αμπελάς, αμπελήσιος, αμπελιά, αμπελιάτικα, αμπελώνας.ΣΥΝΘ. Ως α΄ συνθ. αμπελάνθισμα, αμπελαξίνα, αμπελόβεργα, αμπελόβεργο, αμπελοβλάσταρο, αμπελόκηπος, αμπελοκλάδεμα, αμπελοκλαδευτήρι, αμπελοκλαδευτής, αμπελοκλάδι, αμπελόκλημα, αμπελοκόπι, αμπελοκούτσουρο, αμπελομάνα, αμπελομάχαιρο, αμπελοπρίονο, αμπελόριζα, αμπελόσκαμμα, αμπελοστάφυλο, αμπελότρυγος, αμπελοτρύπανο, αμπελοφάσουλο, αμπελοχώραφοως β' συνθ. αγριάμπελο, παλιάμπελο, σταφυλάμπελο, σταφιδάμπελο, κρασάμπελο κ.ά.].
Dictionary of Greek. 2013.